στο λεξικό PONS
I. way [weɪ] ΟΥΣ
1. way (road):
2. way (route):
3. way μτφ (be just doing):
4. way μτφ οικ (coming in/disappear):
5. way (distance):
6. way (facing direction):
7. way (direction):
8. way (manner):
9. way (respect):
10. way no pl (free space):
11. way (method):
12. way (habit):
13. way no pl (condition):
14. way (desire):
17. way ΝΑΥΣ:
- ways pl
-
ιδιωτισμοί:
II. way [weɪ] ΕΠΊΡΡ
1. way οικ (used for emphasis):
I. ˈeach-way βρετ ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
two-way transaction ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
express way αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
public way ΥΠΟΔΟΜΉ
one way carriageway ΥΠΟΔΟΜΉ
two way road ΥΠΟΔΟΜΉ
ropeway, rope way ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
5/2 way so·le·noid valve ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.