στο λεξικό PONS
I. just ΕΠΊΡΡ [ʤʌst, ʤəst] αμετάβλ
1. just (in a moment):
2. just (directly):
3. just (recently):
4. just (now):
5. just (exactly):
6. just:
7. just (barely):
8. just (absolutely):
9. just with imperatives:
ιδιωτισμοί:
II. just ΕΠΊΘ [ʤʌst]
2. just (justified):
just-in-time production ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
just-in-time delivery
just-in-time production ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.