I. alone [əˈləʊn, αμερικ -ˈloʊn] ΕΠΊΘ
1. alone κατηγορ, αμετάβλ (without others):
- alone
-
II. alone [əˈləʊn, αμερικ -ˈloʊn] ΕΠΊΡΡ
ιδιωτισμοί:
-
- travelling alone
- alleinreisende Kinder ΑΕΡΟ
- children travelling alone
- eigenständig Computer, Terminal etc.
- stand-alone
-
- all alone κατηγορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.