I. enough [ɪˈnʌf] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. enough προσδιορ (sufficient):
- enough
-
- enough
-
- enough
-
2. enough προσδιορ (more than is wanted):
- enough
-
- enough
-
ιδιωτισμοί:
II. enough [ɪˈnʌf] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. enough (adequately):
- enough
-
- enough
-
- enough
-
2. enough (quite):
IV. enough [ɪˈnʌf] ΑΝΤΩΝ no pl
1. enough (sufficient quantity):
- enough
-
- enough
-
2. enough (too much):
- funnily enough
-
- funnily enough
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.