στο λεξικό PONS
I. min·ute1 [ˈmɪnɪt] ΟΥΣ
1. minute (sixty seconds):
2. minute (short time):
3. minute (soon):
4. minute (specific point in time):
II. min·ute1 [ˈmɪnɪt] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
ˈmin·ute hand ΟΥΣ
min·ute ˈsteak ΟΥΣ
-
- Minutensteak ουδ
abstract of minutes ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
minutes ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- minutes (Mitschrift)
- Protokoll ουδ
taking of minutes ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.