στο λεξικό PONS
Mo·ment1 <-[e]s, -e> [moˈmɛnt] ΟΥΣ αρσ
1. Moment (Augenblick):
- Moment
- moment
Mo·ment2 <-[e]s, -e> [moˈmɛnt] ΟΥΣ ουδ
1. Moment τυπικ (Umstand):
- Moment
-
- Moment
-
2. Moment ΦΥΣ (Kraftwirkung):
- Moment
- moment
- ein geschichtsträchtiger Moment
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.