στο λεξικό PONS
I. same [seɪm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. same (exactly similar):
2. same (not another):
3. same (monotonous):
II. same [seɪm] ΑΝΤΩΝ
III. same [seɪm] ΕΠΊΡΡ
same-day ˈset·tle·ment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
same-sex un·ion [ˌseɪmseksˈju:njən] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
same-day-settlement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.