στο λεξικό PONS
day ΟΥΣ
day ˈla·bour·er, αμερικ day ˈla·bor·er ΟΥΣ
- day labourer
-
day-to-ˈday ΕΠΊΘ
inˈter·ca·lary day ΟΥΣ
- intercalary day
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
day-to-day business ΟΥΣ handel
-
- Tagesgeschäft ουδ
day-to-day fluctuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
person-day ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- person-day
-
man-day ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- man-day
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
length of day ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
long-day plant (LDP) ΟΥΣ
short-day plant (SDP) ΟΥΣ
day-neutral plant ΟΥΣ
day-night oxygen fluctuation ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
- day
-
course of the day
by time of day
time of day ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
time of day dependent control ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- day
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.