ger·n(e) <lieber, am liebsten> [ˈgɛrn(ə)] ΕΠΊΡΡ
1. gern(e) (freudig):
2. gern(e) (ohne weiteres):
3. gern(e) (gewöhnlich, oft):
- gern Süßigkeiten vernaschen
-
- etw leidenschaftlich gern tun
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.