στο λεξικό PONS
I. how [haʊ] ΕΠΊΡΡ
1. how ερωτημ (in what manner, way):
- how
-
2. how ερωτημ (for quantities):
3. how (for emphasis):
4. how ερωτημ (about health, comfort):
5. how ερωτημ (inviting):
ˈknow-how ΟΥΣ no pl
busi·ness ˈknow-how ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
insurance know-how ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- kaufmännisches Know-how
-
- Versicherungs-Know-how
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.