στο λεξικό PONS
flight1 [flaɪt] ΟΥΣ
1. flight ενικ:
2. flight:
3. flight (journey):
4. flight + ενικ/pl ρήμα (group):
- flight of birds
-
- flight of birds
-
- flight of insects
-
5. flight (series):
6. flight also χιουμ (whim):
7. flight ΑΘΛ:
- flight in darts
- Befiederung θηλ
do·ˈmes·tic flight ΟΥΣ
- domestic flight
- Inlandsflug αρσ
- domestic flight
-
ˈchar·ter flight ΟΥΣ
- charter flight
- Charterflug αρσ
ˈdis·count flight ΟΥΣ
- discount flight
-
ˈflight at·tend·ant ΟΥΣ
- flight attendant
-
ˈflight con·trol·ler ΟΥΣ
- flight controller
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital flight ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- capital flight
- Kapitalflucht θηλ
flight money ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- flight money (Geld aus Kapitalflucht)
-
top-flight share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
flight of funds ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Kapitalflucht θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.