Ge·dan·ke <-ns, -n> [gəˈdaŋkə] ΟΥΣ αρσ
1. Gedanke (das Gedachte, Überlegung):
- Gedanke
-
2. Gedanke (Einfall, Plan):
- Gedanke
-
- Gedanke
-
- naheliegender Gedanke
-
- ein unsympathischer Gedanke
-
-
- ein wohltuender Gedanke
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.