στο λεξικό PONS
I. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΕΠΊΘ
II. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΆΡΘ αόρ
1. ein (einzeln):
ei·ne, ei·ner, ei·nes [ˈainə] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. eine (jemand):
2. eine οικ (man):
3. eine (ein Punkt):
- einem Gelderwerb nachgehen
-
- einem Gelderwerb nachgehen
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ein-Tages-Veränderung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Anbindung an eine einzige Währung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.