I. once [wʌn(t)s] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. once (one time):
- once
-
2. once (in the past):
3. once (some time):
once ΕΠΊΡΡ
- for once
-
once ΕΠΊΡΡ
- at once (simultaneously)
-
once-ˈflour·ish·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- a once-flourishing company
-
ˈonce-over ΟΥΣ οικ
1. once-over (cursory examination):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.