I. erst [e:ɐ̯st] ΕΠΊΡΡ
1. erst (zuerst):
2. erst (nicht früher als):
- erst
-
3. erst (bloß):
- erst
-
II. erst [e:ɐ̯st] ΜΌΡ
1. erst (verstärkend):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.