στο λεξικό PONS
too [tu:] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. too (overly):
- too big, heavy, small
-
2. too (very):
4. too (moreover):
5. too αμερικ οικ (said for emphasis, to contradict):
me-ˈtoo ΕΠΊΘ προσδιορ οικ μειωτ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
too big to fail doctrine ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.