στο λεξικό PONS
Chan·ce <-, -n> [ˈʃã:sə] ΟΥΣ θηλ
1. Chance (Möglichkeit):
- Chance
- chance
- geringe Chance/Wahrscheinlichkeit
- remote chance/likelihood
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Trading-Chance ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Trading-Chance
-
Chance-Risiko-Verhältnis ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Chance-Risiko-Verhältnis
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.