στο λεξικό PONS
Pro·fil <-s, -e> [proˈfi:l] ΟΥΣ ουδ
1. Profil (Einkerbungen zur besseren Haftung):
- Profil Reifen, Schuhsohlen
-
2. Profil (seitliche Ansicht):
- Profil
-
- jdn im Profil fotografieren
-
3. Profil τυπικ (Ausstrahlung):
- Profil
-
-
- jds Facebook-Profil manipulieren
-
- psychologisches Profil
-
- Profil ουδ <-s, -e>
- to draw/photograph sb in profile
-
-
- Profil ουδ <-s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.