ac·cu·rate [ˈækjərət, αμερικ -jɚ-] ΕΠΊΘ
1. accurate (precise):
2. accurate (correct):
3. accurate aim:
- accurate
-
-
- accurate
-
- accurate
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.