στο λεξικό PONS
scope [skəʊp, αμερικ skoʊp] ΟΥΣ no pl
1. scope (range):
- scope
-
2. scope:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
scope ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- scope
-
scope ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- scope
- Geltungsbereich αρσ
scope for lending ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Kreditspielraum αρσ
economies of scope ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
scope of obligations ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- scope of obligations
-
scope for improvement ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- scope for improvement
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.