στο λεξικό PONS
Mög·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Möglichkeit (Gelegenheit):
2. Möglichkeit (mögliches Verfahren):
3. Möglichkeit kein πλ (Realisierbarkeit):
- alle Möglichkeiten durchprobieren
-
-
- Möglichkeiten pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.