στο λεξικό PONS
 
  
 abil·ity [əˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. ability no pl (capability):
2. ability no pl (talent):
3. ability (skills):
4. ability (intelligence):
mixed-aˈbil·ity ΕΠΊΘ αμετάβλ ΣΧΟΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 selection ability ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  selection ability
-  
ability to pay ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
ability to accept risks ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  Risikofähigkeit θηλ
ability to change ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
ability to pay interest ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
 
  
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
