στο λεξικό PONS
ex·cep·tion·al [ɪkˈsepʃənəl] ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ
exceptional ΕΠΊΘ
- in exceptional circumstances
-
ex·ˈcep·tion·al items ΟΥΣ πλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- exceptional items
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
exceptional position ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- exceptional position
- Sonderstellung θηλ
exceptional redemption payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- exceptional redemption payment
- Sondertilgung θηλ
-
- exceptional position
-
- exceptional redemption payment
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.