στο λεξικό PONS
I. mir [mi:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ πρόσ δοτ von ich
1. mir:
2. mir nach πρόθ:
II. mir [mi:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
sich [zɪç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
1. sich im αιτ:
2. sich im δοτ:
3. sich πλ (einander):
4. sich unpersönlich:
5. sich mit Präposition:
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
II. mich [mɪç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
ich <γεν meiner, δοτ mir, αιτ mich> [ɪç] ΑΝΤΩΝ πρόσ
Ich·er·zäh·ler(in) <-s, -; -, -nen-s, -; -, -nen>, Ich-Er·zäh·ler (in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΛΟΓΟΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.