I. sure [ʃɔ:ʳ, ʃʊəʳ, αμερικ ʃʊr] ΕΠΊΘ
1. sure κατηγορ (confident):
- sure
-
2. sure (expect to get):
3. sure (certain):
5. sure προσδιορ (reliable):
ιδιωτισμοί:
II. sure [ʃɔ:ʳ, ʃʊəʳ, αμερικ ʃʊr] ΕΠΊΡΡ esp αμερικ οικ (certainly)
sure-ˈfoot·ed·ness ΟΥΣ no pl
1. sure-footedness (ability to walk):
- sure-footedness
-
2. sure-footedness (confidence):
- sure-footedness
-
- sure-footedness
-
-
- sure
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.