στο λεξικό PONS
 
 im [ɪm] = in dem
1. im (sich dort befindend):
IM <-s, -s> [i:ʔˈɛm] ΟΥΣ αρσ o θηλ
IM συντομογραφία: inoffizieller Mitarbeiter
-  IM
 -  
 
im·stan·de, im Stan·de [ɪmˈʃtandə] ΕΠΊΡΡ
Schere im Kopf
-  im Minutentakt
 -  
 
-  im Evakostüm χιουμ
 -  
 
-  im Höchstfall
 -  
 
-  im Höchstfall
 -  
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 im Umlaufverfahren phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
im Umlauf phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Anteile im Fremdbesitz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditaufnahme im Ausland phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Zahlungsauftrag im Außenwirtschaftsverkehr phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Gesetz zur Kontrolle und Transparenz im Unternehmensbereich ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Drossel im Schmortopf ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.