στο λεξικό PONS
 
  
 Wachs·tum <-[e]s> [ˈvakstu:m] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Wachstum (das Wachsen):
-  Wachstum
-  
2. Wachstum ΟΙΚΟΝ (Wirtschaftswachstum):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 durchhaltbares Wachstum phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  durchhaltbares Wachstum
-  
gebremstes Wachstum phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  gebremstes Wachstum
-  
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  verlangsamtes Wachstum
-  
-  unkontrolliertes Wachstum
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
