στο λεξικό PONS
un·con·trolled [ˌʌnkənˈtrəʊld, αμερικ -ˈtroʊld] ΕΠΊΘ
-
- uncontrolled
-
- uncontrolled
-
- uncontrolled
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
uncontrolled chain reaction ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
uncontrolled growth
- uncontrolled growth
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
uncontrolled junction ΥΠΟΔΟΜΉ
- uncontrolled junction
-
- nicht vorfahrtsgeregelte Kreuzung ΥΠΟΔΟΜΉ
- uncontrolled junction
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- uncontrolled aggression