στο λεξικό PONS
sustainable ΕΠΊΘ
sus·tain·able de·ˈvel·op·ment ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΟΙΚΟΛ
- sustainable development
-
sus·tain·able ˈgrowth ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΟΙΚΟΛ
- sustainable growth
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- sustainable growth
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable method ΟΥΣ
- sustainable method
-
sustainable logging
- sustainable logging
-
sustainable forestry
- sustainable forestry
-
sustainable spatial development
- sustainable spatial development
-
- sustainable development
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sustainable ΕΠΊΘ
- sustainable
-
- sustainable
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- sustainable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- sustainable energy