στο λεξικό PONS
I. nach·hal·tig [ˈna:xhaltɪç] ΕΠΊΘ
1. nachhaltig ΟΙΚΟΛ:
- nachhaltige Entwicklung
-
2. nachhaltig:
II. nach·hal·tig [ˈna:xhaltɪç] ΕΠΊΡΡ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- nachhaltige Raumentwicklung
-
- nachhaltige Methode
-
- nachhaltige Holzgewinnung
-
- nachhaltige Forstwirtschaft
-
- nachhaltige Entwicklung
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
nachhaltig (i.S. von umweltgerecht)
-
- nachhaltige Investition
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.