στο λεξικό PONS
-
- weltweit
-
- weltweit
-
- weltweit θηλ
-
- weltweit
-
- weltweit
-
- weltweit ausgerichtet sein
-
- weltweit vertrieben werden
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.