στο λεξικό PONS
I. world·ˈwide [ˌwɜ:ldˈwaɪd, αμερικ ˈwɜ:rldˌwaɪd] αμετάβλ ΕΠΊΘ
-
- worldwide
-
- worldwide sales πλ
- Weltauflage einer Zeitung
- circulation worldwide
- Weltauflage eines Buchs
-
-
- worldwide
-
- worldwide
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
worldwide ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- worldwide
-
world-wide economic crisis ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication ΟΥΣ E-COMM
-
- worldwide
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.