στο λεξικό PONS
I. stat·ic [ˈstætɪk, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. static:
2. static ΦΥΣ:
II. stat·ic [ˈstætɪk, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
2. static no pl:
3. static no pl (noises):
- static (due to atmospheric conditions)
-
anti-ˈstat·ic ΕΠΊΘ
- anti-static
-
-
- static forces ουσ πλ
-
- static [or structural] calculation
-
- static electricity
-
- static electricity
-
- static
-
- static
-
- static balancer
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
static state [ˈstætɪkˌsteɪt] ΟΥΣ
- static state
- „Stillstand“ (Gleichgewichtslage bleibt konstant)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.