στο λεξικό PONS
fixed [fɪkst] ΕΠΊΘ
1. fixed αμετάβλ (unmoving):
3. fixed (permanent):
4. fixed (same amount):
5. fixed (decided on):
6. fixed κατηγορ, αμετάβλ esp βρετ (having an appointment):
fixed-ˈin·ter·est ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈfixed-term ΕΠΊΘ
fixed-ˈprice ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
fixed ˈas·sets ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- fixed assets
-
fixed ˈcapi·tal ΟΥΣ no pl
- fixed capital ΟΙΚΟΝ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
fixed cycle controller, fixed-cycle controller ΥΠΟΔΟΜΉ
fixed time signal ΥΠΟΔΟΜΉ
fixed time control ΥΠΟΔΟΜΉ
fixed guideway transit system ΔΗΜ ΣΥΓΚ
fixed cycle signal ΥΠΟΔΟΜΉ
running on fixed tracks ΔΗΜ ΣΥΓΚ
fixed interval service ΔΗΜ ΣΥΓΚ
fixed route service ΔΗΜ ΣΥΓΚ
fixed track transit system ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.