στο λεξικό PONS
Zu·schuss <-es, -schüsse> [ˈtsu:ʃʊs, πλ ˈtsu:ʃʏsə], Zu·schußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
-
- Zuschuss αρσ <-es, -schüsse>
-
- Zuschuss zum Lebensunterhalt
-
- Zuschuss αρσ <-es, -schüsse>
-
- Zuschuss αρσ <-es, -schüsse>
-
- kommunaler Zuschuss
-
- staatlicher Zuschuss
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zuschuss ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Zuschuss (Subvention)
-
- Zuschuss (Subvention)
-
ungebundener Zuschuss phrase ΚΡΆΤΟς
- ungebundener Zuschuss
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.