στο λεξικό PONS
 
  
 I. con·di·tion·al [kənˈdɪʃənəl] ΕΠΊΘ
1. conditional:
-  conditional (subject to a stipulation)
-  
-  conditional (subject to a stipulation)
-  
-  conditional discharge ΝΟΜ
-  
-  conditional promise
-  
II. con·di·tion·al [kənˈdɪʃənəl] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
-  the conditional
-  
material conditional ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 non-conditional grant ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
conditional payment order ΟΥΣ E-COMM
 
  
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
