Oxford Spanish Dictionary
I. conditional [αμερικ kənˈdɪʃ(ə)n(ə)l, βρετ kənˈdɪʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. conditional (provisional):
- conditional agreement/acceptance
-
- conditional agreement/acceptance
-
2. conditional ΓΛΩΣΣ:
- conditional sentence
-
II. conditional [αμερικ kənˈdɪʃ(ə)n(ə)l, βρετ kənˈdɪʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
- the conditional
-
conditional discharge ΟΥΣ ΝΟΜ
- conditional discharge
-
στο λεξικό PONS
-
- conditional
-
- conditional
-
- conditional
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.