Oxford Spanish Dictionary
-
- libertad θηλ condicional
- conditional agreement/acceptance
- condicional
- conditional sentence
- condicional
στο λεξικό PONS
I. condicional ΕΠΊΘ tb. ΓΛΩΣΣ
- condicional
-
II. condicional ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- condicional
-
condicional [kon·di·sjo·ˈnal, kon·di·θjo-] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- condicional
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.