στο λεξικό PONS
con·di·tional·ity [ˌkəndɪʃənˈæləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- conditionality
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
conditionality ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- conditionality (durch Auflagen geschaffene Bedingungen)
- Konditionalität θηλ
cross-conditionality ΟΥΣ CTRL
- cross-conditionality
-
cross conditionality ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- cross conditionality
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.