στο λεξικό PONS
Auf·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
- limitierte Auflage ΤΈΧΝΗ, ΜΜΕ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Auflage ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
nicht mit Auflagen verbundene Liquidität phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.