στο λεξικό PONS
I. sev·er·al [ˈsevərəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. several:
2. several προσδιορ τυπικ λογοτεχνικό:
II. sev·er·al [ˈsevərəl] ΑΝΤΩΝ
several ΕΠΊΘ
joint and sev·er·al lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
joint and several liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.