στο λεξικό PONS
Zu·stän·dig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Zuständigkeit (betriebliche Kompetenz):
- in jds αιτ Zuständigkeit fallen
-
2. Zuständigkeit ΝΟΜ (Jurisdiktion):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zuständigkeit ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.