con·cur·rent [kənˈkʌrənt] ΕΠΊΘ
1. concurrent (simultaneous):
- concurrent
-
2. concurrent (together):
- concurrent
-
3. concurrent (in agreement):
- concurrent
- übereinstimmend προσδιορ
con·cur·rent ˈsi·lence ΟΥΣ ΝΟΜ
- concurrent silence
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.