στο λεξικό PONS
Euro·pean ˈPar·lia·ment ΟΥΣ, EP ΟΥΣ no pl
Mem·ber of ˈPar·lia·ment ΟΥΣ, MP ΟΥΣ
1. Member of Parliament (representative):
2. Member of Parliament βρετ (member of House of Commons):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.