στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
concurrent [βρετ kənˈkʌr(ə)nt, αμερικ kənˈkərənt] ΕΠΊΘ
1. concurrent (simultaneous):
- concurrent
-
- concurrent
-
2. concurrent (in agreement) τυπικ:
3. concurrent ΜΑΘ:
- concurrent lines
-
στο λεξικό PONS
concurrent [kən·ˈkʌ·rənt] ΕΠΊΘ
- concurrent
- simultaneo, -a
-
- concurrent
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.