Oxford Spanish Dictionary
concurrent [αμερικ kənˈkərənt, βρετ kənˈkʌr(ə)nt] ΕΠΊΘ τυπικ
1. concurrent (in time):
- concurrent event/celebrations
- concurrente τυπικ
- concurrent event/celebrations
-
2. concurrent (in agreement):
- concurrent opinions/statements/conclusions
-
-
- concurrent
-
- concurrent τυπικ
στο λεξικό PONS
concurrent [kənˈkʌrənt] ΕΠΊΘ
- concurrent
-
concurrent [kən·ˈkʌr·ənt] ΕΠΊΘ
- concurrent
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.