στο λεξικό PONS
I. ex·clu·sive [ɪksˈklu:sɪv, eks-] ΕΠΊΘ
II. ex·clu·sive [ɪksˈklu:sɪv, eks-] ΟΥΣ ΜΜΕ
- exclusive
-
ex·clu·sive ˈcon·tract ΟΥΣ ΝΟΜ
- exclusive contract
-
exclusive disjunction ΟΥΣ
-
- Kontravalenz θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
exclusive contract ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- exclusive contract
- Alleinauftrag αρσ
exclusive sales organization ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- exclusive sales organization
-
-
- exclusive contract
-
- exclusive sales organization
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.