στο λεξικό PONS
I. aus·schließ·lich [ˈausʃli:slɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. aus·schließ·lich [ˈausʃli:slɪç] ΕΠΊΡΡ
III. aus·schließ·lich [ˈausʃli:slɪç] ΠΡΌΘ +γεν
-
- ausschließlich
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Steuergerät für ausschließlich verkehrsabhängige Steuerung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Steuergerät für ausschließlich verkehrsabhängige Steuerung ΕΠΙΚΟΙΝ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.