στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fully-funded ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- fully-funded
-
fully owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- fully owned subsidiary
-
fully funded plan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
fully vehicle actuated controller ΕΠΙΚΟΙΝ
fully traffic actuated signal ΕΠΙΚΟΙΝ, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.