στο λεξικό PONS
I. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΘ
1. absolut (uneingeschränkt):
2. absolut (nicht relativ):
3. absolut (völlig):
II. ab·so·lut [apzoˈlu:t] ΕΠΊΡΡ
1. absolut οικ (völlig):
2. absolut (in Verneinungen: überhaupt):
- absolute Verfügungsberechtigung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
absolute Vorzugsaktien ΟΥΣ θηλ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- absolute Vorzugsaktien
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.